- μηνιαστεία
- μηνιαστεία, ἡ,A monthly service, PFlor.322.168 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηνιαστεία — μηνιαστεία, ἡ (Α) μηνιαία υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηνιαστής] … Dictionary of Greek